ανώφορος

ανώφορος
ἀνώφορος, -ον (Α)
ο ανωφερής*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνώφορος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωφορώτατον — ἀνώφορος masc acc superl sg ἀνώφορος neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνώφορον — ἀνώφορος masc/fem acc sg ἀνώφορος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωφόροις — ἀνώφορος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωφόρου — ἀνώφορος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωφόρων — ἀνώφορος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωφόρῳ — ἀνώφορος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνώφορα — ἀνώφορος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνώφοροι — ἀνώφορος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήφορος — ο (Μ ἀνήφορος) 1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός 2. δυσκολία, δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το η της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”